αθλοφορώ

αθλοφορώ
(-έω) (Α ἀθλοφορῶ) [ἀθλοφόρος]
είμαι αθλοφόρος νικητής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀθλοφόρῳ — ἀθλοφόρος bearing away the prize masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθλοφόρος — ο (Α ἀθλοφόρος, ον και ασυναίρετο ἀεθλοφόρος, ον) 1. αυτός που κερδίζει βραβείο, ο νικητής (η λ. είναι γνωστή στα νεοελλ. από τα τροπάρια αγίων, διότι θεωρούνται νικητές τού κακού και τών εχθρών τού χριστιανισμού) 2. αυτός που δίνει βραβεία… …   Dictionary of Greek

  • ВИТ, МОДЕСТ И КРИСКЕНТИЯ — [лат. Vitus, Modestus, Crescentia; греч. Βῖτος, Μόδεστος, Κρησκεντία] († ок. 303), мученики (пам. 16 мая, 15 июня). В. род. на Сицилии, в г. Мазара (совр. Мадзара дель Валло), в семье знатного язычника Гиласа. Был научен христ. вере своим… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”